ακόμπιαστος

ακόμπιαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει δεμένους κόμπους: Το καλό νήμα πρέπει να 'ναι ακόμπιαστο.
2. αυτός που δεν κομπιάζει, δε δυσκολεύεται όταν πίνει: Ήπιε ακόμπιαστος το πιοτό του.
3. αυτός που δε δυσκολεύεται όταν μιλά: Είπε το μάθημά του ακόμπιαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακόμπιαστος — η, ο [κομπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους 2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση 3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία 4. επίρρ. ακόμπιαστα χωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”